- φρασεολογικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρασεολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρασεολογία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Χρυσοβέργη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρασεολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρασεολογία (βλ. λ.), που είναι της φρασεολογίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)